δύσπεπτα

δύσπεπτα
δύσπεπτος
hard to digest
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δύσπεπτος — η, ο (AM δύσπεπτος, ον) αυτός που χωνεύεται δύσκολα, δυσκολοχώνευτος («τα θαλασσινά είναι δύσπεπτα») αρχ. 1. αυτός που δεν αφομοιώνεται («ὅσον μὲν οὖν ἄν παλαιότατον ὄν τῆς σαρκὸς τακῇ, δύσπεπτον γιγνόμενον», Πλούτ.) 2. αυτός που ωριμάζει δύσκολα …   Dictionary of Greek

  • λαθούρι — Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονου ποώδους φυτού λάθυρος ο εδώδιμος (Lathyrus sativus) της οικογένειας των ψυχανθών. Φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Είναι ετήσιο και έχει πτερυγωτούς βλαστούς ύψους 30 έως 50 εκ. με λογχοειδή, μυτερά και κατά ζεύγη… …   Dictionary of Greek

  • παχύχυμος — ον, Α αυτός που έχει παχύ, πηχτο χυμό («δύσπεπτα καὶ παχύχυμα», Αλέξ. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + χυμός (πρβλ. κακό χυμος)] …   Dictionary of Greek

  • πνευματικός — ή, ό / πνευματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν [πνεύμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος 3. φρ. α) «πνευματικά… …   Dictionary of Greek

  • αλίπαστα — Τα προϊόντα που έχουν παστωθεί και μπορούν να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Συνήθως, με τη λέξη α. εννοούμε τα διατηρημένα κρέατα και ψάρια. Α. όμως μπορεί να είναι και άλλα προϊόντα (δέρματα ζώων, βούτυρο,… …   Dictionary of Greek

  • Έρβιν, Σεντ Τζον Γκριρ — (Saint John Grier Ervine, Μπέλφαστ 1883 – Ντέβον 1971). Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας, κριτικός και δοκιμιογράφος. Αφού σημείωσε επιτυχία στο ιρλανδικό θέατρο με το έργο Μεικτός γάμος (1911), που παίχτηκε στο Abbey Theatre, και επιβλήθηκε με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”